- θήκη
- η (ΑΜ θήκη)1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην»)3. σκληρό περίβλημα, όστρακο διαφόρων ζώωννεοελλ.1. αποθήκη2. ταμείο3. δέρμα, περίβλημα (φιδιού, εντόμου) το οποίο αποβάλλεται4. διαθήκη5. κυλινδρική περιφερειακή ασβεστοποιημένη δομή εξακοραλλίων ανθοζώων6. περίβλημα τών ώριμων ωοθυλακίων τών θηλαστικώναρχ.1. μνήμα, τύμβος (α. «θήκας τε προγόνων», Αισχύλ.β. «νεκρῶν θήκας ἀνοίγειν», Ηρόδ.)2. τρόπος κηδείας και ταφής («ἐς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο», Θουκ.)3. είδος φαρέτρας κατασκευασμένης από ξύλο, που χρησιμοποιούσαν οι Σκύθες για τα βέλη τους από τα τέλη τού 6ου ώς τις αρχές τού 3ου π.Χ. αιώνα. Τέτοιες θήκες καλυμμένες με χρυσές πλάκες και διακοσμημένες με ανάγλυφες παραστάσεις έχουν βρεθεί στους σκυθικούς τύμβους Σολόχα και Τερτομλίκ τού 4ου π.Χ. αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θη- τού τί-θη-μι με παρέκταση -κ- (πρβλ. ομηρ. τ. θήκε, αρχ. λατ. fēced). Συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. dhāka- «θήκη».ΠΑΡ. θηκάρι(ον)αρχ.θηκαίος, θηκ(ε)ίοννεοελλ.θηκιάζω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θηκοφόρος·αρχ. θηκοποιόςνεοελλ.θηκιόδους, θηκοδάκτυλος, θηκόδους, θηκοσπόριος, θηκόσωμα(Β' συνθετικό) ανδριαντοθήκη, αποθήκη, αρτοθήκη, βελονοθήκη, βιβλιοθήκη, δακτυλιοθήκη, διαθήκη, ιματιοθήκη, λιβανοθήκη, μαχαιροθήκη, νεκροθήκη, ξιφοθήκη, οπλοθήκη, παρακαταθήκη, πινακοθήκη, ποτηροθήκη, προθήκη, προσθήκη, σκευοθήκη, συνθήκη, υποθήκηαρχ.αγγοθήκη, αγωνοθήκη, αλαβαστοθήκη, αλοθήκη, αναθήκη, ανθρακοθήκη, απαιοθήκη, αρμενοθήκη, αργυροθήκη, αυλοθήκη, αχυροθήκη, βελοθήκη, γραφιοθήκη, δαπανοθήκη, δοκοθήκη, δορατοθήκη, εγγυθήκη, εγγυοθήκη, εδεσματοθήκη, ενθήκη, επενθήκη, επιδιαθήκη, επιθήκη, επισυνθήκη, εργαλοθήκη, ζωθήκη, ηδυσματοθήκη, ιεροθήκη, ιστοθήκη, καλαμοθήκη, καταθήκη, κονταριοθήκη, κοπροθήκη, κορυθήκη, κρεοθήκη, κυμινοθήκη, λαγυνοθήκη, λαχανοθήκη, μυροθήκη, μυστροθήκη, νομοθήκη, ξυροθήκη, οινοθήκη, οϊστοθήκη, οπωροθήκη, οσπριοθήκη, οστοθήκη, οψοθήκη, παραθήκη, παρενθήκη, πεπλοθήκη, περιθήκη, ραφιδοθήκη, σανδαλοθήκη, σαυνιοθήκη, σιδηροθήκη, σιτοθήκη, σκηνοθήκη, σμηματοθήκη, συγγραφοδιαθήκη, σχηματοθήκη, σφαιροθήκη, σωματοθήκη, τοξοθήκη, υδροθήκη, υπερδιαθήκηνεοελλ.αβγοθήκη, αγγειοθήκη, αεραποθήκη, αλαταποθήκη, αλευραποθήκη, αλευροθήκη, αλατοθήκη, ανθρακαποθήκη, αρχειοθήκη, αχυραποθήκη, βενζιναποθήκη, βολιδοθήκη, βουρτσοθήκη, γαιανθρακαποθήκη, γλυπτοθήκη, γραμματοθήκη, γραφιδοθήκη, γυρεοθήκη, δελτιοθήκη, δισκοθήκη, εμπορευματοθήκη, επιπροσθήκη, εργαλειοθήκη, εφημεριδοθήκη, ζαχαροθήκη, ιστιοθήκη, καπνοθήκη, καπναποθήκη, καρβουναποθήκη, κερατοθήκη, κερματοθήκη, κλειδοθήκη, κοσμηματοθήκη, λειψανοθήκη, λογχοθήκη, μαντηλοθήκη, μαξιλαροθήκη, μολυβδοθήκη, μπαρουταποθήκη, μπουκαλοθήκη, ξυλαποθήκη, οιναποθήκη, ομπρελοθήκη, οπλαποθήκη, οστεοθήκη, παπουτσοθήκη, πετσετοθήκη, πιατοθήκη, πιστολοθήκη, πουδροθήκη, προσκεφαλαιοθήκη, πυξιδοθήκη, πυριτιδαποθήκη, σαϊτοθήκη, σιταποθήκη, σπαγκοθήκη, σπερμοθήκη, σπιρτοθήκη, σταχτοθήκη, στεφανοθήκη, στοιχειοθήκη, στρωματοθήκη, ταμπακοθήκη, τεϊοθήκη, τεφροθήκη, τσιγαροθήκη, υδαταποθήκη, φαρμακαποθήκη, φιλμοθήκη, φυσιγγιοθήκη, φυσιγγοθήκη, χαρταποθήκη, χορταποθήκη, χρωματοθήκη, χρωστηροθήκη, ῳοθήκη, ωρολογοθήκη].
Dictionary of Greek. 2013.